- μαιανδρικός
- -ή, -ό [μαίανδρος]μαιανδροειδής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαιανδρικός — ή, ό αυτός που έχει σχήμα μαιάνδρου (βλ. λ.): Στην ποδιά της είχε κεντημένο ένα μαιανδρικό σχέδιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λιθουανία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλτική χερσόνησο. Συνορεύει Β με τη Λετονία, Α και Ν με τη Λευκορωσία, ΝΔ με την Πολωνία, Δ με τη Ρωσία, ενώ στα ΒΔ βρέχεται από τη Βαλτική Θάλασσα.Η Λ. είναι ένα από τα κράτη της Bαλτικής. Βρίσκεται στο… … Dictionary of Greek